- στάχωση
- [-ις (-εως)] η переплёт (действие)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στάχωση — η / στάχωσις, ώσεως, ΝΜ / [σταχῶ, ώνω] 1. δέσιμο βιβλίου και ιδίως χειρόγραφων κωδίκων 2. επένδυση τών πινακίδων τών κωδίκων με δέρμα ή άλλο σκληρό υλικό … Dictionary of Greek
στάχωση — η βιβλιοδέτηση κώδικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Βυζαντινό Ιωαννίνων — Το Β.Μ.Ι. βρίσκεται στο ύψωμα του Ιτς Καλέ, στο κάστρο των Ιωαννίνων. Στις 7 αίθουσες του ισογείου εκτίθενται ευρήματα από την παλαιοχριστιανική (κυρίως από τη Νικόπολη) έως την ύστερη μεταβυζαντινή περίοδο, καθώς και φορητές εικόνες και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιώτισσας — Στη Μονή Προυσού, που βρίσκεται 41 χλμ. νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, διασώθηκε και εκτίθεται στο σκευοφυλάκιό της μία πλούσια συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη μακραίωνη ιστορία της. Σύμφωνα με … Dictionary of Greek